Περιγράψτε αναλυτικά και συγκρίνατε, επικεντρώνοντας στα επίμαχα ζητήματα της ‘αλλαγής’ και της ‘προόδου’, τις θεωρίες των T. S. Kuhn («Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων») και I. Lakatos («Μεθοδολογία των Προγραμμάτων Επιστημονικής Έρευνας).
Ο Lakatos, προσπαθώντας να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα που αφορούν στην πρόοδο και στην ορθολογική ανασυγκρότηση της επιστήμης, διατυπώνει την έννοια του ερευνητικού προγράμματος, το οποίο αποτελείται από μία σειρά θεωριών και αναγνωρισμένων μεθοδολογικών κανόνων. Η ορθολογικότητα, καθώς και η καθολικότητα των συνθηκών υπό τις οποίες μια θεωρία είναι επιστημονική, κατέχουν κυρίαρχο ρόλο στην επιστημονική του θεώρηση, εφόσον έχουν να κάνουν με τη διάκριση μεταξύ επιστήμης και ψευδοεπιστήμης. Πέραν όμως της προσφοράς τους σε αυτόν τον διαχωρισμό, παρέχουν τα κριτήρια της προόδου. Για την καθιέρωση του ερευνητικού προγράμματος, οι επιστήμονες θα πρέπει να δεχτούν τις αξιωματικές αρχές του σκληρού πυρήνα και να παραιτηθούν από κάθε προσπάθεια ανάπτυξης βοηθητικών υποθέσεων που αμφισβητούν τις παραπάνω αρχές. Η ύπαρξη του σκληρού πυρήνα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθολογική ανάλυση της επιστημονικής προόδου. Οι επιστήμονες που αποδέχονται ένα ερευνητικό πρόγραμμα είναι υποχρεωμένοι να προφυλάξουν το σκληρό πυρήνα από οποιαδήποτε διάψευση.
Ο Kuhn στο βιβλίο του Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων υποστήριξε ότι η πραγματική επιστήμη χαρακτηρίζεται από τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται ιστορικά. Κυρίως δε, ότι η εξέλιξη αυτή εμφανίζεται ως διαδοχή περιόδων στην καθεμία από τις οποίες κυριαρχεί μία συγκεκριμένη οπτική, ένα επιστημονικό παράδειγμα (paradigm).
Η παραπάνω σύντομη περιγραφή οδηγεί σε ένα πρώτο κοινό στοιχείο. Τόσο ο Kuhn όσο και ο Lakatos, δεν εκλαμβάνουν ως βασική μονάδα επιστημονικής ανάλυσης μεμονωμένες θεωρίες – όπως συνέβη με τον Popper – αλλά ευρύτερα θεωρητικά σχήματα που περιέχουν ένα σύνολο θεωριών. Αν και ο Kuhn επανήλθε το 1969 με το Υστερόγραφο δεχόμενος και έναν πιο στενό καθορισμό για το παράδειγμα, εντούτοις το παράδειγμα δεν παύει να ορίζει ένα πεδίο εφαρμογής ενός επιστημονικού αντικειμένου που δεν υστερεί σε ευρύτητα από το ερευνητικό πρόγραμμα του Lakatos, μια δομή ικανή να παράσχει καθοδήγηση στη μελλοντική έρευνα τόσο με έναν θετικό όσο και με έναν αρνητικό τρόπο. Εάν μάλιστα υποθέσουμε ότι η περίοδος των κρίσεων στο παράδειγμα αντιστοιχεί στην περίοδο του εκφυλιζόμενου ερευνητικού προγράμματος, ενώ η αντικατάσταση ενός επιστημονικού ερευνητικού προγράμματος από ένα άλλο μπορεί να θεωρηθεί αντίστοιχη της αλληλοδιαδοχής παραδειγμάτων, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως σε γενικές γραμμές υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στα στάδια εξέλιξης της επιστήμης σύμφωνα με τις δύο θεωρήσεις.
Με άλλα λόγια, η έννοια της αντικατάστασης στον Lakatos παραλληλίζεται με την έννοιας της επανάστασης του Kuhn. Μια ακόμη ομοιότητα που σχετίζεται με τη διαδικασία εναλλαγής των επιστημονικών θεωριών είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις προκύπτουν κατά την ενδιάμεση χρονική περίοδο «ηρεμίας» (εσωτερικό του παραδείγματος και κανονική επιστήμη) διαφόρων ειδών ανωμαλίες, συνέπεια της συσσώρευσης των οποίων είναι η προαναφερθείσα αλλαγή παραδείγματος ή η αντικατάσταση του επιστημονικού ερευνητικού προγράμματος.
Παρά όμως το παραπάνω γεγονός, οι Lakatos και Kuhn παρέχουν αποκλίνοντες τρόπους διάκρισης ανάμεσα στην επιστήμη και τη μη επιστήμη ή την ψευδο-επιστήμη. Ο Lakatos ως ορθολογιστής αναζήτησε ένα μοναδικό, άχρονο και καθολικό κριτήριο που αποτιμά τα πλεονεκτήματα των ανταγωνιστικών θεωριών ανεξαρτήτως του ιστορικού πλαισίου. Το ζητούμενο είναι η καθολικότητα και ο υπεριστορικός χαρακτήρας. Αντίθετα, για τον Kuhn, τα κριτήρια αξιολόγησης των πλεονεκτημάτων των θεωριών εξαρτώνται από τις αξίες και τα συμφέροντα των ατόμων ή των κοινοτήτων που τα ασπάζονται.
Η διάκριση των ερευνητικών προγραμμάτων σε προοδευτικά (progressive) και εκφυλιζόμενα (degenerating) είναι ενδεικτική της οπτικής του Lakatos περί προόδου. Όταν η θεωρητική πρόοδος προηγείται της εμπειρικής, δηλαδή όταν κάθε νέα θεωρία προβλέπει κάποιο νέο άγνωστο φαινόμενο εξηγώντας φυσικά όλα όσα εξηγούσε η προηγούμενη, τότε το ερευνητικό πρόγραμμα κρίνεται ως προοδευτικό. Η πρόοδος, υπάρχει εκεί που υπάρχει πολλαπλότητα και ανταγωνισμός μεταξύ των επιστημονικών προγραμμάτων. Ως επιστημονική πρόοδο ο Lakatos εννοεί την αύξηση του εμπειρικού περιεχομένου των θεωριών. Το εμπειρικό περιεχόμενο μιας θεωρίας είναι το σύνολο των γεγονότων που αυτή εξηγεί. Η πρόοδος της επιστήμης δεν ακολουθεί μια ευθύγραμμη πορεία αλλά μια πολύπλοκη και γεμάτη αντιφατικότητες διαδρομή που συντελείται στο εσωτερικό του προγράμματος. Κάθε θεωρία προκύπτει από την προηγούμενη της με την προσθήκη μιας βοηθητικής υπόθεσης. Η νέα θεωρία θα πρέπει να προβλέπει νέα γεγονότα και παράλληλα ορισμένες από τις προβλέψεις της να έχουν επικυρωθεί. Αντίθετα, ένα ερευνητικό πρόγραμμα κρίνεται ως εκφυλιζόμενο όταν η θεωρητική πρόοδος υστερεί έναντι της εμπειρικής, καταφεύγοντας σε ad hoc απαντήσεις. Οι τροποποιήσεις ή οι προσθήκες στον προστατευτικό κλοιό ενός ερευνητικού προγράμματος θα πρέπει να είναι ανεξαρτήτως ελέγξιμες.
Η έννοια της προόδου στη θεώρηση του Kuhn δεν κατέχει την εξέχουσα θέση που κατέχει στα προοδευτικά προγράμματα του Lakatos. Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε ότι η έννοια της προόδου για τον Kuhn υποκαθίσταται από την έννοια της εναλλαγής των παραδειγμάτων. Για την ακρίβεια, ο Kuhn απορρίπτει την τελεολογική αντίληψη της προόδου στην επιστήμη. Δε θεωρεί ότι η διατύπωση επιστημονικών θεωριών οδηγεί σταθερά στην κατάκτηση μιας έσχατης αντικειμενικής αλήθειας για τον κόσμο, μιας και η αντικατάσταση ενός παραδείγματος από ένα άλλο είναι κυρίως θέμα πειθούς, άποψη βέβαια που προκαλεί τη σφοδρότατη κριτική του ορθολογιστή Lakatos, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις εκφράζεται με τις ακραίες διατυπώσεις περί διαμάχης που αφορά σε κεντρικές διανοητικές μας αξίες. Βέβαια, η έννοια της προόδου στον Kuhn δεν απουσιάζει εντελώς μιας και στο πλαίσιο της κανονικής επιστήμης η επίλυση γρίφων υπό την αιγίδα του παραδείγματος οδηγεί σε συσσώρευση γνώσης. Κατά την εναλλαγή όμως των παραδειγμάτων, εφόσον δεν έχουμε ένα κοινό μεταξύ τους μέτρο, δε μπορούμε να αποφανθούμε με εγκυρότητα ότι το νεότερο παράδειγμα συνιστά πρόοδο σε σχέση με αυτό που έχει υπερνικηθεί αν και οι νικητές τελικά θα θεωρήσουν τη νίκη τους ως πρόοδο!
Αν και ο Kuhn συγκαταλέγεται στους σχετικιστές, παρουσιάζει μια αρκετά πιο αυστηρή θεώρηση για τη συνύπαρξη δύο παραδειγμάτων, σε σχέση με τον Lakatos, αποκαλύπτοντας μια σημαντική μεταξύ τους διαφορά. Ο τελευταίος, αν και ορθολογιστής, δέχεται τη συνύπαρξη διαφορετικών ερευνητικών προγραμμάτων, σε αντίθεση με τον Kuhn, ο οποίος θέλει την απόρριψη του ενός παραδείγματος να συνεπάγεται την αποδοχή ενός νέου. Για τον Kuhn, τα παραδείγματα είναι μεταξύ τους όχι μόνο ασύμμετρα αλλά τελείως ασύμβατα, ακόμη και χρονικά. Η πρόοδος συντελείται μόνο στο εσωτερικό του παραδείγματος. Για τον Lakatos, η συνύπαρξη των ερευνητικών προγραμμάτων οδηγεί πολλές φορές σε μια μακρά περίοδο ανταγωνισμού, η οποία όχι μόνο είναι υπαρκτή αλλά αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Η συνύπαρξη δύο προγραμμάτων στην ιστορία του ηλεκτρισμού (θεωρία της δράσης από απόσταση και θεωρία των πεδίων του Faraday) και η μακρά αλληλεπίδρασή τους δείχνει όχι μόνο ότι τα ερευνητικά προγράμματα δεν είναι μεταξύ τους αυτόνομα, αλλά ότι πρόοδος συντελείται από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας την κατάληξη της συνύπαρξης των δύο αυτών προγραμμάτων που οδήγησε στην ηλεκτρομαγνητική θεωρία, συμπεραίνουμε ότι πρόοδος είναι δυνατόν να προκύψει ακόμη και από τη συμφιλίωση προγραμμάτων που κάποια χρονική στιγμή θεωρήθηκαν ανταγωνιστικά.
Μπορούμε λοιπόν να αναφέρουμε ότι για τον Kuhn η ιστορία της επιστήμης είναι μια ροή αλληλοδιαδοχικών παραδειγμάτων, όπου η κανονική επιστήμη διακόπτεται από επαναστάσεις που οδηγούν στην ανάδυση του νέου παραδείγματος, αν και οι υπεραπλουστεύσεις στη διατύπωση της θεώρησης του Kuhn είναι δυνατό να την αδικήσουν και να προκαλέσουν κριτικές σαν και αυτή του Watkins. Σύμφωνα με τον Watkins, ο Kuhn παρουσιάζει την επιστήμη ως μια σειρά αναταραχών που διακόπτονται από διαλείμματα δογματικότητας. Αντιθέτως ο Lakatos θεωρεί ότι η ιστορία της επιστήμης είναι η συνύπαρξη και η διαμάχη των επιστημονικών προγραμμάτων στη βάση κριτηρίων ορθολογικότητας και προόδου. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και μια άλλη διαφορά ανάμεσά τους: ο τρόπος σύμφωνα με τον πιστεύουν ότι αλλάζει και εξελίσσεται η επιστήμη. Ο Lakatos άσκησε δριμεία κριτική στον Kuhn σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την επιστημονική αλλαγή, μέσα από την εναλλαγή παραδειγμάτων. Πιο συγκεκριμένα, ο Lakatos αναφέρει ότι η αλλαγή παραδειγμάτων μοιάζει με μια «μυστικιστική μετατροπή» (‘mystical conversion’), η οποία δεν επιτρέπει την ορθολογική ανασυγκρότηση του παραδείγματος με βάση λογικο-επιστημονικά κριτήρια. Ο Lakatos διασφαλίζει την ορθολογικότητα της επιστήμης μέσω των κριτηρίων της προόδου και απαντάει με αυτόν τον τρόπο στο ιστορικό και κοινωνιολογικό-ψυχολογικό υπόβαθρο του παραδείγματος του Kuhn. Παρέχει ένα καθολικό κριτήριο ορθολογικότητας υπό μορφή εικασίας που οφείλει να υποστεί τον έλεγχο της ιστορίας της επιστήμης. Ωστόσο το κοινωνιολογικό στοιχείο δεν απουσιάζει παντελώς από το Lakatos, καθώς η εγκαθίδρυση ενός επιστημονικού ερευνητικού προγράμματος οφείλεται στην απόφαση της πλειοψηφίας των επιστημόνων να υιοθετήσουν το σκληρό πυρήνα του προγράμματος.
Η αλληλεπίδραση και η συμφιλίωση σε κάποιες περιπτώσεις μεταξύ δυο προγραμμάτων δείχνει ότι τα ερευνητικά προγράμματα δεν είναι τόσο αυτόνομα όσο τα θεωρούσε αρχικά ο Lakatos. Για τον Kuhn αντίθετα, τέτοιου είδους διαμεσολαβητικά στοιχεία απουσιάζουν εντελώς. Για να αναδείξει τον ριζικά διαφορετικό χαρακτήρα δύο διαδοχικών παραδειγμάτων χρησιμοποιεί την έννοια της ασυμμετρίας (incommensurability) σε εννοιολογικό και μεθοδολογικό επίπεδο, η οποία καταδεικνύει την πλήρη ασυμβατότητα μεταξύ δύο διαδοχικών παραδειγμάτων. Η πρόοδος και η ορθολογικότητα που αναλαμβάνουν το ρόλο της γέφυρας στη θεώρηση του Lakatos δε βρίσκουν κάτι αντίστοιχο στην θεώρηση του Kuhn. Το παράδειγμα θα πρέπει να επιβεβαιώσει την ισχύ και τον λόγο ύπαρξής του μόνο μέσα από την επίλυση γρίφων, σε αντίθεση με το επιστημονικό πρόγραμμα που είναι δυνατόν να διασώζεται από το θετικό ευρετικό στοιχείο.
H ύπαρξη γέφυρας βέβαια προϋποθέτει δυο ερευνητικά προγράμματα που θα συνδεθούν. Το ίδιο, αν και αρκετά πιο βίαια, θα συμβεί στην περίπτωση των παραδειγμάτων. Μέσω μιας επανάστασης η επιστήμη θα εξέλθει από ένα παράδειγμα για να εισέλθει σε ένα άλλο. Σε κάθε περίπτωση όμως, είτε μέσω γέφυρας είτε μέσω κρίσης, απαιτείται μια θεωρία η οποία για κάποιους λόγους θα υπερέχει της προηγούμενης. Δεν εγκαταλείπουμε ένα παράδειγμα ή ένα πρόγραμμα με την προσδοκία ότι κάποτε κάτι άλλο θα καλύψει το κενό που θα δημιουργηθεί. Ένα στοιχείο συμφωνίας λοιπόν είναι το ανεπίτρεπτο της ύπαρξης επιστημονικού κενού ανάμεσα στα δύο παραδείγματα ή στα δύο ερευνητικά προγράμματα αντίστοιχα. Ακόμη και αν ένα πρόγραμμα είναι εκφυλιζόμενο, δεν μπορεί να αντικατασταθεί αν δεν αναδειχθεί ένα άλλο που προτείνει περισσότερες λύσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τα παραδείγματα. Αυτή είναι ίσως και η σημαντικότερη ομοιότητα σε σχέση με το ζήτημα της αλλαγής των θεωριών.
Μια ακόμη ομοιότητα έχει να κάνει με τα κριτήρια που υποδεικνύουν την υπεροχή ενός ερευνητικού προγράμματος ή ενός παραδείγματος σε σχέση με τα αντίστοιχα προγενέστερα που πρόκειται να διαδεχτούν. Ο γνώμονας για την υιοθέτηση ενός νέου παραδείγματος σύμφωνα με τον Kuhn είναι το κατά πόσο το νέο παράδειγμα μπορεί να επιλύει εκκρεμή και καθολικά αναγνωρισμένα προβλήματα, ενώ θα διατηρεί συγχρόνως την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων που οι επιστήμονες είχαν κατακτήσει με τα προηγούμενα παραδείγματα. Παρόμοιος είναι ο γνώμονας και στη θεώρηση του Lakatos. Το επιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα αποτελείται από μια σειρά θεωριών Τ1, Τ2, Τ3, …, Τn, οι οποίες προκύπτουν από την ανάγκη αντιμετώπισης των ανωμαλιών που εμφανίζονται στο πρόγραμμα. Κάθε θεωρία προκύπτει από την προηγούμενη με την προσθήκη μιας βοηθητικής υπόθεσης, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται σε όλα όσα κατόρθωνε να ανταποκρίνεται η προηγούμενη, συν βέβαια τη νεοεμφανιζόμενη περίπτωση ανωμαλίας.
Η νέα θεωρία θα πρέπει επίσης να προβλέπει νέα γεγονότα (η θεωρία Τn να έχει μεγαλύτερο εμπειρικό περιεχόμενο από την Τn-1) και ορισμένες από τις προβλέψεις της να έχουν επικυρωθεί.
Ο σχετικιστικός χαρακτήρας του Kuhn στο ζήτημα της αλλαγής θεωριών γίνεται πάντως φανερός όταν παρατηρεί ότι οι θεωρήσεις σχετικά με την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων δεν είναι ούτε ατομικά ούτε συλλογικά δεσμευτικές όσον αφορά τα σχετικά πλεονεκτήματα ανταγωνιστικών παραδειγμάτων.
Η υιοθέτηση μιας σειράς θεωριών Τ1, Τ2, …., Τn, που στοχεύουν στην αντιμετώπιση των νεοεμφανιζόμενων ανωμαλιών είναι αποκαλυπτική της οπτικής του Lakatos. Το πρόγραμμα δεν εγκαταλείπεται με την πρώτη δυσκολία. Το ίδιο ισχύει και για τον Kuhn. Η απλή ύπαρξη άλυτων γρίφων στο εσωτερικό ενός παραδείγματος δε συνιστά κρίση. Ο Kuhn αναγνωρίζει ότι τα παραδείγματα θα συναντούν πάντοτε δυσκολίες. Μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες αυτές οι ανωμαλίες μπορούν να οδηγήσουν στην υπονόμευση της εμπιστοσύνης προς το παράδειγμα. Με άλλα λόγια, τόσο ο Kuhn όσο και ο Lakatos απορρίπτουν τον απόλυτο χαρακτήρα της διαψευσιοκρατίας του Popper. Ακόμη και αν ένα πρόγραμμα ή ένα παράδειγμα αντιμετωπίζει εμπειρικές ανωμαλίες και άλλα προβλήματα, οι επιστήμονες που εργάζονται στηριζόμενοι στο συγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα ή παράδειγμα, δε θα πρέπει να το εγκαταλείπουν, μόλις εμφανίζεται η πρώτη ανωμαλία, αλλά θα πρέπει να τροποποιούν τις θεωρίες τους έτσι ώστε να προσπαθήσουν να ξεπεράσουν τη συγκεκριμένη ανωμαλία.
Τέλος, ο Kuhn θα εγκαταλείψει μόνο για λίγο τον σχετικιστικό του προσανατολισμό και θα συναντήσει την ορθολογιστική άποψη του Lakatos που θεωρεί δεδομένη την ανωτερότητα της επιστήμης ως προς τα άλλα πεδία ερευνών. Εάν μια θεωρία ορθολογικότητας δε συμφωνεί με την επιστήμη, θα πρέπει να αλλάξει η θεωρία της ορθολογικότητας. Η «θυσία» αυτή είναι απαραίτητη ώστε οι Kuhn και Lakatos να υπερασπιστούνε τα γνωρίσματα της επιστημονικής προόδου, όπως και αν ο καθένας του τα αντιλαμβάνεται, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο της σύγχυσης που συνεπάγεται η εισαγωγή έστω και της παραμικρής αμφιβολίας σχετικά με την εγκυρότητα και την υψηλή υπόληψη της επιστήμης.
Βιβλιογραφία
1. Losee J., ‘‘A Historical Introduction to the Philosophy of Science’’ Κεφ. 14, σ. 197-209, 2001.
2. Chalmers Α.F., ‘‘Τι είναι αυτό που το λένε επιστήμη;’’ Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Κεφ. 7, 8, 9, σ. 119-177, Ηράκλειο 2007.
3. Καλδής Β., ‘‘Φυσικές Επιστήμες: Ιστορία και Φιλοσοφία – Εγχειρίδιο Μελέτης’’, ΕΑΠ, Μέρος Γ: Κεφ.4.
4. Αναπολιτάνος Δ., Αραμπατζής Θ., Καρακώστας Β., Κιντή Β., ‘‘Φιλοσοφία της Επιστήμης’’, ΕΑΠ, Κεφ. 4, σ. 127-155, Πάτρα 2003.
επικοινωνήστε μαζί μου κάνοντας χρήσης της παρακάτω φόρμας.