Ο λογικός θετικισμός συγκροτήθηκε και καθιερώθηκε ως δέσμη ερευνητικών προγραμμάτων, αρχικά της λογικής των μαθηματικών και έπειτα της υφής των εν γένει επιστημονικών συστημάτων, από τον Κύκλο της Βιέννης. Η μαθηματική παιδεία των μελών του Κύκλου της Βιέννης ενίσχυσε αναμφισβήτητα την τάση για λογική αυστηρότητα και καθαρότητα στην προσέγγιση της πραγματικότητας και στη διατύπωση των θεωρητικών προτάσεων. Η εφαρμοσμένη λογική ορίζεται πλέον ως η νέα μέθοδος της φιλοσοφικής έρευνας.
Το κίνημα του λογικού θετικισμού που χαρακτηρίστηκε ως πνευματική επανάσταση στη φιλοσοφία έχει κοινό στόχο τη λογική ανάλυση των θεωρητικών προτάσεων και την αναμόρφωση του εμπειρισμού. Κατά την επέκταση του Comte, η φιλοσοφία οφείλει να υιοθετήσει την επιστημονική μέθοδο και να διατυπώσει τις γενικές αρχές επί των οποίων θα στηριχθούν όχι μόνο η επιστήμη αλλά η κοινωνική ζωή στο σύνολό της. Από μεθοδολογικής σκοπιάς, ως νέο στοιχείο εισάγεται η μετατόπιση της έως τότε προβληματικής από την έννοια της αλήθειας σε εκείνη του νοήματος.
Εμπειριοκριτικισμός
Ως συνέχεια της φαινομεναλιστικής θέσης του Berkeley, στο τέλος του 19ου αιώνα, ο Ernst Mach θέτει τα θεμέλια του εμπειριοκριτικισμού. Μοναδική πραγματι-κότητα καθώς και μοναδικό αντικείμενο γνώσης αποτελούν τα σταθερά σύνολα αισθητηριακών δεδομένων που αλληλοεξαρτώνται και αλληλοσυνδέονται, τα γεγονότα. Σύμφωνα με τον Mach, οι επιστημονικοί νόμοι και οι θεωρίες απλά συνοψίζουν τα γεγονότα με τρόπο τέτοιο ώστε να μας επιτρέπουν να τα περιγράφουμε και να τα προβλέπουμε. Ο νόμος της διάθλασης του Snell αποτελεί ένα καλό παράδειγμα. Στη φύση έχουν συμβεί και συμβαίνουν καθημερινά χιλιάδες περιστατικά διάθλασης τόσο πριν όσο και μετά τη διατύπωση του νόμου από τον Snell. Ο νόμος της διάθλασης δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας συνοπτικός κανόνας που επιτρέπει στη νόησή μας να υποδέχεται τα φαινόμενα αυτά διαχειριζόμενη τον πλούτο των παραστάσεων της διάθλασης.
Έτσι οδηγούμαστε σε μια από τις βασικές αρχές του εμπειριοκριτικισμού του Mach, στην Αρχή της Οικονομίας. Οι έννοιες είναι το αποτέλεσμα μιας επιλεκτικής αφαίρεσης που ομαδοποιεί έναν μεγάλο αριθμό γεγονότων. Οι φυσικοί νόμοι παύουν να έχουν απλό περιγραφικό ρόλο και αποκτούν κανονιστικό περιεχόμενο. Οι επιστήμονες θα πρέπει να αναζητούν νόμους που να συνοψίζουν ένα μεγάλο αριθμό γεγονότων και περιεκτικές θεωρίες στις οποίες οι εμπειρικοί νόμοι θα παράγονται από λίγες γενικές αρχές. Στόχος είναι η πληρέστερη δυνατή παρουσίαση των δεδομένων με την ελάχιστη δυνατή δαπάνη σκέψης.
Λαμβάνοντας υπόψη τον κύριο στόχο του Mach που αφορά στην εξάλειψη των μεταφυσικών ιδεών από την επιστήμη, μπορούμε να θεωρήσουμε την εργαλειοκρατική αντίληψη ως την πλέον βασική αρχή της φιλοσοφίας του για την επιστήμη. Σε πλήρη συμφωνία με τον Berkeley τονίζει ότι είναι λάθος να συγχέουμε τα μοντέλα που απλώς δεχόμαστε για την ερμηνεία των φαινομένων, με τα ίδια τα φαινόμενα. Σύμφωνα με τον ίδιο: «Στην έρευνα της φύσης πρέπει να ασχολούμαστε μόνο με τη γνώση των σχέσεων μεταξύ των φαινομένων. Ότι παριστάνεται να βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα υπάρχει μόνο στη νόησή μας και αποκτά για εμάς την αξία ενός τύπου τεχνικής μνήμης (memoria technica) ή ενός απλού μαθηματικού τύπου (formula), που επειδή είναι αυθαίρετοι, οι μορφές τους ποικίλουν ανάλογα με την οπτική που μας επιβάλλει η πνευματική μας καλλιέργεια».
Κατά την εργαλειοκρατική αυτή αντίληψη, το πεδίο των επιστημών οριοθετείται με σαφήνεια έτσι ώστε να διαχωριστεί από μια ενδεχόμενη οντολογική ερμηνεία που επιτρέπει σε μεταφυσικές εικασίες και στην υποβόσκουσα παραπλάνηση που αυτές συνήθως επιφέρουν, να παρεισφρέουν στο πεδίο των φυσικών επιστημών. Ο ρόλος της επιστήμης έγκειται ακριβώς στη συναγωγή νόμων μέσω της ταξινόμησης, αποκωδι-κοποίησης και επαγωγικής γενίκευσης των φαινομενικά ασύνδετων γεγονότων, χωρίς απόπειρες εξήγησης των φαινομένων, μιας και οι επιχειρούμενες ερμηνείες δεν ελέγχονται πειραματικά. Και ο πειραματικός έλεγχος είναι κάτι που δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ή να υποβαθμίζουμε όταν μελετούμε τις θετικιστικές αντιλήψεις του Mach, εφόσον, κατά τον ίδιο, η μέθοδος επαλήθευσης δεν έχει υποστηρικτικό ρόλο αλλά νοηματοδοτεί την πρόταση που ελέγχει. Η θεωρία του νοήματος και της εμπειρικής επαληθευσιμότητας των προτάσεων, στην οποία στηρίχθηκε ο λογικός θετικισμός, γενικεύθηκε σε τέτοιο βαθμό που υποβάθμισε εκείνη την πλευρά του φιλοσοφικού στοχασμού που δεν μπορεί να συσχετισθεί με τα αισθητηριακά δεδομένα, ανέδειξε την παρατήρηση σε πρωταρχική λειτουργία, αμφισβήτησε την ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας και ουσιαστικά έτεινε να ακυρώσει ολόκληρο το οικοδόμημα της παραδοσιακής φιλοσοφίας καθώς και του θεμέλιου λίθου των φυσικών επιστημών: της θεωρητικής ενοποίησης της εμπειρίας μέσω της σύλληψης γενικευμένων νόμων και τη συγκρότηση εξηγητικών πλαισίων.
Η θετικιστική τοποθέτηση του Mach
Η μηχανιστική αντίληψη του Νεύτωνα, στη βάση θεολογικών και φυσικών επιχειρημάτων, ότι οι θεμελιώδεις νόμοι της μηχανικής καθορίζουν την κίνηση των σωμάτων εντός ενός ακίνητου και καθολικού πλαισίου, είχε εγείρει τις ενστάσεις των Leibniz και Berkeley, αλλά αντιμετώπισε σφοδρότατη κριτική από τον Mach. Συνεπής με τις θετικιστικές αρχές του, ο Mach εστίασε την κριτική του στην απόλυτη κίνηση που συνεπάγεται ο αυθύπαρκτος απόλυτος χώρος και απόλυτος χρόνος, στους ορισμούς μάζας και δύναμης και στη διατύπωση της αρχής της αδράνειας. Κάνοντας μάλιστα ένα επιπλέον βήμα – ή άλμα – επιχείρησε να απαλείψει, δίχως οποιαδήποτε απώλεια του εμπειρικού περιεχομένου, κάθε μεταφυσική έννοια από τη νευτώνεια θεωρία.
Κατά την άποψη του Mach, ο χώρος δεν είναι κάτι που υπάρχει εξωτερικά και ανεξάρτητα από τη νόηση και την αισθητηριακή εμπειρία. Η ιδέα ενός απόλυτου χώρου αναιρεί δομικά στοιχεία της ίδιας της μηχανικής θεωρίας. Ο απόλυτος χώρος θα αποτελούσε έναν φορέα που θα δρούσε επί των υλικών σωμάτων χωρίς να λειτουργεί ως αποδέκτης της αντίδρασής τους. Και μια τέτοια αμφισβητούμενη ιδέα ή γενίκευση δεν είναι ικανή να αποτελέσει το ενεργό αίτιο της αδράνειας στην ευθύγραμμη κίνηση ή έναν επεξηγηματικό μηχανισμό παραγωγής δυνάμεων στην περιστροφική κίνηση.
Ο Mach οδήγησε την ιδέα της γενίκευσης στα λογικά της όρια. Όλοι οι νόμοι που παρατηρούμε στη φύση, έγραψε το 1883, είναι το αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης του συνόλου της ύλης του σύμπαντος. Αυτό ισχύει ακόμα και για τον θεμελιώδη νόμο της αδράνειας. Θα αποδειχθεί τελικά, πίστευε ο Mach, ότι το ευθύγραμμο και ομαλό της κίνησης αναφέρεται σε κάποιο είδος «μέσου όρου» του συνόλου της μάζας του σύμπαντος, του συμπαγούς φυσικού φόντου που συνθέτουν οι απλανείς αστέρες και έχει νόημα μόνο όταν αναφέρεται σε χωρικά και χρονικά διαστήματα που είναι δυνατό να προσδιορίζονται εμπειρικά. Το φόντο των απλανών αστέρων είναι ικανό να εξαλείψει τον απόλυτο χώρο και η αναφορά στο ομαλό της κίνησης τον απόλυτο χρόνο. Το σύμπαν δεν είναι ένα άθροισμα πραγμάτων σε ένα χώρο και ένα χρόνο. Το σύμπαν είναι ένα ενιαίο όλον, ένα σύστημα σχέσεων μεταξύ υλικών σωμάτων ή γεγονότων. Δεν μπορούν ούτε να υπάρξουν ούτε να νοηθούν χώρος και χρόνος χωρίς περιεχόμενο.
Η κριτική του Mach γίνεται οξύτερη στην περίπτωση της έννοιας της μάζας. Καθώς η μάζα της νευτώνειας μηχανικής θεωρείται ως εγγενής ιδιότητα της ύλης, διαφεύγει του ελέγχου των αισθητηριακών μας αντιλήψεων, επομένως αποκτά μεταφυσικό χαρακτήρα, πέραν του ότι αποτελεί έναν κυκλικό, άρα μη επαληθεύσιμο ορισμό.
Η θετικιστική τοποθέτηση του Mach αποτέλεσε τη χρυσή ευκαιρία της επιστήμης ώστε να απεγκλωβιστεί από μη επιστημονικές αντιλήψεις και να αναδείξει πτυχές της αληθινής διάστασης της επιστήμης. Αν τη σχολιάσουμε όμως σε σχέση με τη διδακτική των φυσικών επιστημών σε επίπεδο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν αποτελεί μια συνολική θεωρία αλλά ένα σύνολο ιδεών που κατά τη γνώμη μου δύσκολα μετασχηματίζεται σε διδακτικό αντικείμενο.
Εάν για παράδειγμα δεν αποδεχτούμε την έννοια της μάζας ως μια εγγενή ιδιότητα της ύλης, θα πρέπει να τη διδάξει κάποιος μετά τη διδασκαλία του τρίτου νόμου του Νεύτωνα. Έως τότε όμως τι θα συγκροτεί την έννοια της μάζας για τους μαθητές; Και πώς είναι δυνατό να οριστεί κατά δυναμικό τρόπο εάν δεν την αντιληφθούν αρχικά ως ποσότητα ύλης; Η πρώτη επαφή των μαθητών και η εξερευνητική φύση της ανθρώπινης σκέψης καλύπτονται μάλλον ευκολότερα από την αιτιοκρατική φύση της μηχανικής του Νεύτωνα. Το ίδιο θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε και για την αρχή του Mach. Η ολική κατανομή και κίνηση της ύλης στο σύμπαν δύσκολα θα προσφέρουν το στέρεο υπόβαθρο στους μαθητές που θα τους επιτρέψει την κατανόηση της έννοιας της αδράνειας.
Ίσως δεν ισχύουν τα ίδια στην περίπτωση του χώρου και του χρόνου. Η συνεισφορά του Mach θα λέγαμε ότι απλοποίησε τα πράγματα, μιας και οι έννοιες του απόλυτου χώρου και χρόνου με την εφαρμογή των κανόνων αντιστοίχησης θα αποτελούσαν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην εκπαιδευτική διαδικασία. Εδώ βέβαια πρέπει να τονίσουμε ότι η συνήθης πρακτική θέλει τους μαθητές να αντιλαμβάνονται τις έννοιες του χώρου και του χρόνου κατά έναν βιωματικό και όχι θεωρητικό τρόπο. Σπάνια σε μια τάξη ανοίγει η συζήτηση σχετικά με τον ορισμό τους, μιας και η εμπειρία του μαθητή προϋποθέτει αυτές τις έννοιες ως μια αυτονόητη βάση για την κατανόηση εννοιών που θεωρεί ως πιο «απόμακρες» γενικεύσεις. Σε αυτή τη λογική εξάλλου κινούνται και τα σχολικά εγχειρίδια που συστηματικά έχουν, έως σήμερα, αποφύγει την οποιαδήποτε αναφορά σε ορισμούς χώρου και χρόνου. Στην περίπτωση όμως που τεθούν τέτοιου είδους αναζητήσεις σε μια σχολική τάξη, θεωρώ ότι η αναφορά στην απτή αστρική ύλη εξυπηρετεί πιο άμεσα τους στόχους της διδασκαλίας σε σύγκριση με τον απόλυτο χώρο, αν και για την περίπτωση του χρόνου τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα. Ακόμη και το νοητικό πείραμα που προτείνει ο Mach για τον κάδο του Νεύτωνα θα μπορούσε να γίνει, υπό προϋποθέσεις, κατανοητό από τους μαθητές, προσφέροντας τους την ιδέα ενός συστήματος σχέσεων παρά της οντολογικά ανεξάρτητης και χρονικά πρότερης ύπαρξης του απόλυτου χώρου και χρόνου και της εξωγενούς σχέσης τους. Υπό αυτό το πρίσμα, η συνεισφορά του Mach αποκτά έναν απαραίτητο χρηστικό χαρακτήρα, ικανό να άρει τα πιθανά αδιέξοδα που είναι δυνατό να θέσουν ο απόλυτος χώρος και χρόνος του Νεύτωνα.
Βιβλιογραφία
1. Καλδής Β., ‘‘Φυσικές Επιστήμες: Ιστορία και Φιλοσοφία – Εγχειρίδιο Μελέτης’’, ΕΑΠ, Μέρος Γ, Κεφ. 6, σ. 283-285, Πάτρα 2005.
2. Αναπολιτάνος Δ., Αραμπατζής Θ., Καρακώστας Β., Κιντή Β., ‘‘Φιλοσοφία της Επιστήμης’’, ΕΑΠ, Κεφ.2, σ. 27-28, Κεφ.6, σ. 212-220, Πάτρα 2003.
3. Losee J, ‘‘A Historical Introduction to the Philosophy of Science’’, Oxford University Press, ch. 11, p.146-148, 2001.
επικοινωνήστε μαζί μου κάνοντας χρήσης της παρακάτω φόρμας.