🛈 Εκστρατεία οικονομικής ενίσχυσης: Η δύναμή μας είστε εσείς! - Δείτε εδώ πως μπορείτε να βοηθήσετε »

ΆρθραΕπιστημολογίαΟι διαφορές του Popper με τους θετικιστές (ΚΦΕ 60/ΕΑΠ)


Οι διαφορές του Popper με τους θετικιστές (ΚΦΕ 60/ΕΑΠ)


25/03/2013

Αν και η φιλοσοφία της επιστήμης του Popper συνδέεται σαφέστατα με τον θετικισμό, εφόσον άλλοτε συνεχίζει την παράδοσή του, η οποία αναζητά κάποιο απόλυτο κριτήριο τεκμηρίωσης της επιστημονικής γνώσης, και άλλοτε θέτει ως κριτήριο ελέγχου της επιστημονικής γνώσης τα δεδομένα της εμπειρίας, δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια φυσική συνέχεια του θετικισμού. Και αυτό κυρίως επειδή ο Popper, αντιτιθέμενος στους εμπειριστές, θεωρεί ότι η γνώση δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί ούτε στις αισθήσεις ούτε στην εμπειρία. Τα δεδομένα της εμπειρίας έχουν την αξία τους στο βαθμό που θα αποδειχθούν ικανά να διαψεύσουν μια θεωρία και όχι να τη θεμελιώσουν με τρόπο αδιαμφισβήτητο. Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία της επιστημολογίας του Popper απορρέει από την άρνησή του να αποδεχθεί την εγκυρότητα και την βεβαιότητα της ανθρώπινης γνώσης (που περιλαμβάνει και την επιστημονική γνώση) στηρίζοντας την σε κάποια ακλόνητα θεμέλια. Με τον τρόπο αυτό, ο Popper αποκόβεται από τις παραδόσεις των κλασικών επιστημολογιών που είχαν έντονο θεμελιακό χαρακτήρα με την έννοια ότι υποστήριζαν πως η γνώση είναι κτισμένη πάνω σε κάποια σταθερά και αδιάσειστα θεμέλια. Για τους εμπειριστές, τα θεμέλια της γνώσης αποτελούνται από την ανθρώπινη εμπειρία, τα βιώματα των ανθρώπων μέσω αισθητηρίων εντυπώσεων. Αντίθετα, ο μάλλον αντι-θεμελιακός χαρακτήρας της επιστήμης του Popper δε θα αναζητήσει τη γνώση ξεκινώντας από την αντίληψη, τις παρατηρήσεις ή τη συλλογή δεδομένων και γεγονότων αλλά από την τριβή με τα προβλήματα. Για τα προβλήματα στα οποία ο επιστήμονας θα σκοντάψει, οφείλει να διατυπώσει τολμηρές υποθέσεις, οι οποίες προκειμένου να είναι επιστημονικές πρέπει να είναι οπωσδήποτε διαψεύσιμες. Οι θεωρίες με υψηλό βαθμό διαψευσιμότητας πρέπει να προτιμώνται από τις λιγότερο διαψεύσιμες, υπό τον όρο ότι δεν έχουν διαψευστεί. Παράτολμες εικασίες πρέπει να ενθαρρύνονται, υπό τον όρο ότι θα είναι διαψεύσιμες και ότι θα απορρίπτονται από τη στιγμή που θα διαψευστούν. Αυτή η παράτολμη στάση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη σύνεση που διακηρύσσουν οι επαγωγιστές, κατά τους οποίους επιτρέπεται να προχωρήσουμε πέρα από τα άμεσα δεδομένα της εμπειρίας μας μόνο μέχρι εκεί που μπορούν να μας οδηγήσουν οι νόμιμες επαγωγές. Οι διαψευσιοκράτες αντίθετα, αναγνωρίζουν όρια στην επαγωγή καθώς και την υποταγή της παρατήρησης στη θεωρία.

Οι διαφορές λοιπόν του Popper με τους θετικιστές καθίστανται εμφανείς: Οι θετικιστές προτιμούνε την επαλήθευση για να διακρίνει την επιστήμη από τη μη επιστήμη ενώ ο Popper προβάλλει την διάψευση. Οι θετικιστές θεωρούνε ότι η γνώση έχει θεμέλια, με τον Carnap να διατυπώνει κανόνες επικύρωσης και ελεγξιμότητας για την επαλήθευση των γενικών νόμων – επαληθεύουμε το νόμο ελέγχοντας τις μεμονωμένες περιπτώσεις του. Ο Popper αντιθέτως προβάλλει την ανυπαρξία θεμελίων και το ότι όλη μας η γνώση είναι διαψεύσιμη. Ο Carnap προσπαθούσε να εξηγήσει το σωστό λόγο με την θεωρία της επικύρωσης. Ο Popper υποστήριζε ότι η ορθολογικότητα βρίσκεται στη μέθοδο, ένα γενικό σχήμα της οποίας ακολουθεί τις εξής φάσεις: τοποθέτηση του προβλήματος, δοκιμαστικές λύσεις, απαλοιφή λαθών και τελικά ανάδυση ενός νέου προβλήματος. Η επιστήμη του Popper συνεπάγεται σιωπηρή γνώση ενώ ο λογικός εμπειρισμός όχι. Στον λογικό εμπειρισμό κυριαρχεί η συσωρευτική αντίληψη περί προόδου της επιστήμης ενώ στην επιστήμη του Popper δεν υπάρχει αυτή η συσσώρευση εξαιτίας των θεωριών που εγκαταλείπουμε.

Το κριτήριο της διαψευσιμότητας αποτελεί για τον Popper κριτήριο επιστημονικότητας ενώ το κριτήριο της επαληθευσιμότητας αποτελεί για τους θετικιστές κριτήριο νοήματος. Κατά τον Popper, εάν μια θεωρία φιλοδοξεί να έχει πληροφοριακό περιεχόμενο, είναι υποχρεωμένη να διατρέχει μονίμως τον κίνδυνο να διαψευστεί. Ως προτάσεις με νόημα δέχεται ακόμη και μη επιστημονικές προτάσεις μεταφυσικών θεωριών, προσδοκώντας κάτι γόνιμο ακόμη και από αυτές, πράγμα αδιανόητο για τους λογικούς θετικιστές σύμφωνα με τους οποίους η απόρριψη της μεταφυσικής είναι επιβεβλημένη επειδή οι προτάσεις της στερούνται νοήματος. Με τη διατύπωση αυτή δεν ισχυρίζονται ότι η μεταφυσική δεν έχει απολύτως κανένα περιεχόμενο αλλά αποκλείουν το γνωσιακό της περιεχόμενο. Θα μπορούσαμε όμως να σχολιάσουμε ότι σε αυτή τη διαφορά τους ο Popper δικαιώνεται όχι μόνο επειδή η αστρολογική παράδοση, για παράδειγμα, πρόσφερε στην επιστήμη της θεωρία των επιρροών, αλλά επειδή το κριτήριο της διαψευσιμότητας διασώζει (και) τους θετικιστές από το παράδοξο του να έχει μια πρόταση νόημα ενώ η άρνησή της να μην έχει.

Ένα ακόμη σημείο διαφοροποίησης αποτελεί η παραδοχή των υπαρκτικών προτάσεων ως επιστημονικών ή μη. Σύμφωνα με τον Popper, η ίδια πρόταση είναι δυνατόν να μας δοθεί αποκομμένη από οποιοδήποτε θεωρητικό πλαίσιο το οποίο είναι μη ελέγξιμο και να χαρακτηριστεί ως μεταφυσική, ενώ ως μέλος ενός θεωρητικού και ελέγξιμου πλαισίου να αποκτήσει επιστημονικό χαρακτήρα. Και μια τέτοια ευελιξία για τους λογικούς θετικιστές που φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι οι θεωρίες έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που επιδέχονται επαλήθευση μέσω άμεσης παρατήρησης, δεν είναι επιτρεπτή. Με μια άλλη διατύπωση, οι βασικές προτάσεις κατά τον Popper διατυπώνονται με κίνητρο την εμπειρία ενώ κατά τους εμπειριστές οι βασικές προτάσεις περιγράφουν την εμπειρία μας.

Στοιχείο σύγκλισης αποτελεί το κοινό ενδιαφέρον για το πλαίσιο δικαιολόγησης και όχι για το πλαίσιο ανακάλυψης. Οι δύο προσεγγίσεις ενδιαφέρονται να ελέγξουν κατά πόσο οι εκάστοτε επιστημονικές υποθέσεις είναι δικαιολογημένες, που σημαίνει αιτιολογημένες και θεμελιωμένες επαρκώς και ικανοποιητικά. Το ερώτημά τους είναι κοινό: Τι είναι αυτό που κάνει μια θεωρία επιστημονική και όχι πότε μια θεωρία είναι αληθής ή αποδεκτή ως επιστημονική. Η διαδικασία της ανακάλυψης και το ζήτημα της προέλευσης των νέων θεωριών δεν εμπίπτουν στη φιλοσοφία της επιστήμης.

Ένα άλλο σημείο που μαρτυρά την κοινή καταγωγή των δύο θεωριών υποδεικνύεται από την προθυμία του Popper όχι μόνο να δεχτεί τη θέση του Neurath για την επισφαλή βάση των επιστημών αλλά να προσφέρει στήριγμα καθιερώνοντας κανόνες απόρριψης ή αποδοχής των προτάσεων πρωτοκόλλου, διασφαλίζοντας το δημόσιο χαρακτήρα των θεμελίων της επιστήμης. Ο στόχος τους είναι κοινός και έχει να κάνει με την απάλειψη του υποκειμένου μέσω της διαγραφής των ιδιωτικών εμπειριών από το σώμα των φυσικών επιστημών.

Οι δύο θεωρίες συγκλίνουν εντυπωσιακά στην άποψη που θέλει τη βεβαιότητα για τις εμπειρικές επιστήμες ως ένα απρόσιτο ιδεώδες. Στην επαληθευσιοκρατία των θετικιστών το πρόβλημα της επαγωγής δε μας επιτρέπει την ασφαλή επικύρωση των επιστημονικών θεωριών ενώ στη διαψευσιοκρατία του Popper πολλές φορές υπάρχουν επιστημονικές θεωρίες, που μολονότι ήδη έχουν διαψευσθεί, συνεχίζουν να γίνονται αποδεκτές. Ως ένα τέτοιο παράδειγμα ο Popper συνήθιζε να φέρνει τη Νευτώνεια μηχανική. Η θεωρία του Νεύτωνα βρισκόταν σε μια εντυπωσιακή συμφωνία με την παρατήρηση και το πείραμα από τον καιρό που πρωτοεμφανίσθηκε (το 1687) ως το 1900. Στην περίοδο όμως 1900-20 βρέθηκε να μην είναι ακριβής από την άποψη της σχετικιστικής μηχανικής, χωρίς να έχει εγκαταλειφθεί. Όμως, παρά την ομοιότητα που παρατηρείται μεταξύ των δυο θεωριών στη βάση αυτών των συλλογισμών, η αντιμετώπιση της αβεβαιότητας γίνεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Οι θετικιστές προτείνουν τον υπολογισμό της πιθανότητας για μια υπόθεση να είναι αληθής με βάση τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί υπέρ της (βαθμός επικύρωσης) ενώ ο Popper προτείνει τον βαθμό ενίσχυσης που δηλώνει τον βαθμό στον οποίο μια συγκεκριμένη υπόθεση έχει ανταπεξέλθει σε ελέγχους. Και εδώ οι θετικιστές δεν ξέφυγαν από την οξεία κριτική του Popper. Ακόμη και αν ο αριθμός των ευνοϊκών περιπτώσεων που θα συνέλλεγε ο πλέον ενθουσιώδης θετικιστής γινότανε πολύ μεγάλος, διαιρούμενος με τον άπειρο αριθμό των περιπτώσεων της καθολικής γενίκευσης θα οδηγούσε σε μηδενική πιθανότητα. Και φυσικά η προσφυγή στην εμπειρία για να δικαιολογηθεί η πιθανολογική εκδοχή της αρχής της επαγωγής πάσχει από την ίδια αδυναμία που πάσχει και η αιτιολόγηση της επαγωγής στην αρχική της μορφή.

Έτσι, φτάνουμε στο κυριότερο «χτύπημα» του Popper εναντίον του θεμελιακού χαρακτήρα της γνώσης. Ο Popper επικεντρώνει την κύρια αντίθεσή του στον θετικισμό, επιστρέφοντας στα σχετικά επιχειρήματα του Hume εναντίον της επαγωγικής συναγωγής, αλλά υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν είναι δυνατόν να απαλλαγούμε από τις προϋπάρχουσες ιδέες και τις θεωρίες μας. Ακόμη όμως και να ήτανε δυνατόν, δε θα είχε νόημα συμβεί. Για να εφαρμόσει κάποιος, για παράδειγμα, τη Μέθοδο των Διαφορών του Mill στην επιστημονική έρευνα, θα πρέπει να κάνει μια υπόθεση σχετικά με το πλήθος των περιστατικών που θα πρέπει να καταγράψει έτσι ώστε να μην αναγκαστεί να καταγράψει τις δεδομένες συνθήκες όλου του σύμπαντες στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο της παρατήρησης. Αυτό βέβαια ισχύει γενικά. Οι σημαντικές παράμετροι μπορούν να διακριθούν από τις επουσιώδεις μόνο με προσφυγή στη θεωρητική γνώση της προκείμενης κατάστασης και του είδους των φυσικών μηχανισμών που επενεργούν σε αυτήν. Αν όμως δεχτούμε κάτι τέτοιο, θα έχουμε δεχτεί ότι η θεωρία παίζει ένα ζωτικό ρόλο, προγενέστερο από την παρατήρηση. Η παρατήρηση απαιτεί ένα σκοπό και μια συγκεκριμένη αποστολή ώστε να στραφεί προς ένα επιλεγμένο αντικείμενο. Επίσης, οι υποκειμενικές εντυπώσεις καθορίζονται από τις εμπειρίες, τις προσδοκίες και τις γνώσεις των παρατηρητών. Σε αντίθετη περίπτωση οι ενικές αποφάνσεις γίνονται άπειρες. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το σκεπτικό συνιστά τον πυρήνα των διαφορών μεταξύ των δύο θεωριών.

Για να μην παρουσιάζουμε όμως τις δύο θεωρίες ως δυο διαφορετικούς κόσμους θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι σημαντικοί περιορισμοί στους οποίους υπόκειται το πλαίσιο ανακάλυψης αναγνωρίζονταν τόσο από θετικιστικές όσο και από τον Popper.

Αν και ο Popper απέρριπτε τόσο την αδιάψευστη εμπειρική βάση όσο και την θετικιστική αντίληψη της επαγωγής, δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν πως η γενικότερη διάθεσή του είναι πολύ κοντά στον θετικισμό. Έτσι, έβλεπε κι αυτός την επιστήμη ορθολογικά και διαχώριζε το στάδιο της ανακάλυψης μιας επιστημονικής υπόθεσης από εκείνα της δικαιολόγησης και επικύρωσής της. Αλλά αναφορικά με την εγκυρότητα της γνώσης, άλλαζε κατεύθυνση μεταπηδώντας από την επαγωγή σωστών υποθέσεων στην ανασκευή των λανθασμένων. Συνέχιζε όμως να κινείται στα εμπειρικά πλαίσια του θετικισμού, όταν πίστευε πως η δοκιμή είναι το κλειδί για την αποδοχή ή απόρριψη μιας υπόθεσης. Η συνέχεια μεταξύ Popper και θετικισμού φαίνεται κι από τη μέθοδο, με την οποίαν ερμηνεύουν τους τρόπους συναγωγής. Ο θετικισμός ακολουθεί την υποθετικό-επαγωγική μέθοδο, που σημαίνει ότι, δοθείσης μιας υπόθεσης, αν η παρατήρηση την επιβεβαιώνει, τότε η υπόθεση ισχύει σε κάποιο βαθμό. Από την άλλη μεριά, ο Popper αναπτύσσει την υποθετικό-παραγωγική μέθοδο, σύμφωνα με την οποίαν, δοθείσης μιας υπόθεσης, αν η παρατήρηση την διαψεύδει, τότε η υπόθεση αυτόματα δεν ισχύει. Η κριτική συζήτηση εδώ κατέχει πρωτεύοντα ρόλο.

Εάν θέλαμε να κλείσουμε με τη διαπίστωση του πλέον σημαντικού κοινού στοιχείου των δύο αυτών θεωριών σε σχέση με τον ιστορικό τους ρόλο, θα τονίζαμε την αδυναμία ή την ανεπάρκειά τους στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που διαχρονικά έθεσαν οι φυσικές επιστήμες. Οι νέες έννοιες της δύναμης και της αδράνειας της νευτώνειας μηχανικής για παράδειγμα, δεν προέκυψαν ως αποτέλεσμα προσεκτικής παρατήρησης και πειράματος, ούτε προέκυψαν μέσα από τη διάψευση τολμηρών εικασιών και τη συνεχή αντικατάσταση της μιας τολμηρής εικασίας από την άλλη. Εάν κάποιος ακολουθούσε απαρέγκλιτα και αποκλειστικά τις δυο αυτές μεθόδους, η επιστήμη σήμερα θα ήταν πολύ πιο φτωχή. Γνωρίζουμε πλέον ότι η αληθινή αντίληψη για την επιστήμη και τη μεθοδολογία της είναι ασφαλώς πιο σύνθετη από τα δύο υπό μελέτη απλουστευτικά μοντέλα που μόλις και μετά βίας θα λέγαμε πως ακολούθησαν – και όχι πως διαμόρφωσαν – την πραγματική ροή της ιστορικότητας των επιστημών.

Βιβλιογραφία

1. Losee J, ‘‘A Historical Introduction to the Philosophy of Science’’, Oxford University Press, ch.10-11, p.133-157, 2001.

2. Chalmers A.F., ‘‘Τι είναι αυτό που το λένε επιστήμη;’’ Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Κεφ. 1-6, σ. 1-118, Ηράκλειο 2007.
3. Καλδής Β., ‘‘Φυσικές Επιστήμες: Ιστορία και Φιλοσοφία – Εγχειρίδιο Μελέτης’’, ΕΑΠ, Μέρος Γ, Κεφ.1-2, σ. 177-224, 2005.
4. Αναπολιτάνος Δ., Αραμπατζής Θ., Καρακώστας Β., Κιντή Β., ‘‘Φιλοσοφία της Επιστήμης’’, ΕΑΠ, Κεφ.1-2, σ.11-69, Πάτρα 2003.

Γιάννης Γεννάδιος
Καρδίτσα, 11/04/2010



άλλα άρθρα στην κατηγορία Επιστημολογία


25/03
2013
25/03/2013
24/03
2013
24/03/2013
24/03
2013
24/03/2013

προβολή όλων των άρθρων της κατηγορίας

στείλτε μου ένα email

επικοινωνήστε μαζί μου κάνοντας χρήσης της παρακάτω φόρμας.