Εισαγωγή
Όταν προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, υπέθεσα ότι τα στελέχη της κυβέρνησης ήταν αν όχι διχασμένα τουλάχιστον προβληματισμένα. Παρακολουθώντας όμως τη συνεδρίαση του κοινοβουλίου του Σαββάτου που μας πέρασε αντιλήφθηκα ότι σύσσωμη η κυβέρνηση έχει οριστικά ταχθεί υπέρ του «όχι», αναπτύσσοντας μια δυναμική ρητορική εναντίον των Ευρωπαίων αλλά κυρίως του ΔΝΤ, μια ρητορική που κατά κάποιον τρόπο μαρτυρούσε ένα αδιέξοδο αλλά εξέπεμπε ένα σαφές μήνυμα.
Η παρατήρηση αυτή οδηγεί τον προσεκτικό, άρα μη φανατισμένο παρατηρητή, στο εξής ερώτημα: εφόσον μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση πιστεύει σύσσωμη σε μια πολιτική, γιατί δεν την εφαρμόζει; Τι είναι αυτό που εμποδίζει την κυβέρνηση να υλοποιήσει την πολιτική της και την αναγκάζει να αναζητήσει μια επιπλέον κάλυψη;
Η άποψή μου είναι ότι όταν μια κυβέρνηση φτάσει στο σημείο να προκηρύξει δημοψήφισμα, μεταθέτοντας την ευθύνη μιας αποσπασματικής απόφασης στους πολίτες δίχως τη συνολικότερη πολιτική πλατφόρμα, το πολιτικό της κεφάλαιο θα αρχίσει να απομειώνεται. Αυτό θα συμβεί ακόμη και αν η ευθύνη του αδιεξόδου δεν είναι δική της ή όλη δική της αλλά κατανέμεται – σύμφωνα με τη γνώμη μου – και στους θεσμούς κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της. Ιδιαίτερα στο ΔΝΤ το οποίο έπειτα από κάμποσα χρόνια θυμήθηκε ότι καταστρατηγεί το καταστατικό του εξυπηρετώντας ένα μη βιώσιμο χρέος. Και το χρέος μας δεν είναι βιώσιμο.
Η ανάλυση που επιχειρώ, ακόμη και όταν αλλάζω μονοπάτι σκέψης, καταλήγει πάντα με τον ίδιο τρόπο. Όποια και αν είναι η έκβαση του δημοψηφίσματος, εάν αυτό τελικά πραγματοποιηθεί, η κυβέρνηση θα βρεθεί εξαιρετικά στριμωγμένη, ενώ παράλληλα θα συνεχίσει να διατηρεί την υψηλή της δημοφιλία!
Επί της ουσίας του δημοψηφίσματος
Η διατύπωσή του ερωτήματος συγκεντρώνει πολλές αδυναμίες και αυτό το γνωρίζουν όλοι. Τόσες πολλές ώστε το τελικό αποτέλεσμα τίθεται εκ των προτέρων υπό αμφισβήτηση με την έννοια ότι δεεν μπορεί να οδηγήσει σε ένα σαφές αποτέλεσμα.
Το ερώτημα σε ένα δημοψήφισμα οφείλει να είναι σαφές και σύντομο σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 4023/2011. Σύντομο είναι. Δεν είναι όμως σαφές καθώς δε γνωρίζουμε σε ποιο κείμενο καλούμαστε να απαντήσουμε με ένα «ναι» ή με ένα «όχι». Η πρόταση των θεσμών δεν αποτελεί ένα οριστικό κείμενο. Αν αύριο ο κ. Γιουνκέρ το αποσύρει ή το τροποποιήσει, τότε το δημοψήφισμα θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Το δημοψήφισμα επιχειρεί να απαντήσει σε ένα ερώτημα το οποίο δε γνωρίζουμε. Εάν υποθέσουμε ότι το κείμενο αυτή μέσα στην εβδομάδα θα μεταβάλλεται, όπως και συμβαίνει μέχρι αυτή τη στιγμή (Τρίτη μεσημέρι), μιλάμε για ένα αντικείμενο δημοψηφισματικού χαρακτήρα στυλ εκκρεμούς. Άνευ ουσίας δηλαδή.
Το δημοψήφισμα έχει επίσης νόημα όταν πραγματοποιείται επί ενός θέματος για το οποίο το κράτος διατηρεί την απόλυτη κυριαρχία. Για ένα ερώτημα, όπως αυτό που τίθεται στο επικείμενο δημοψήφισμα, το οποίο υπέρκειται της σφαίρας επιρροής του κράτους, το δημοψήφισμα δε μπορεί να παράξει αποτελέσματα. Το ζήτημα της διαπραγμάτευσης είναι εξαρτώμενο και από τη βούληση των εταίρων και δανειστών μας, ως εκ τούτο δεν προσιδιάζει σε δημοψηφισματικό ερώτημα. Ας φανταστούμε ότι υπερισχύει το «ναι». Τι εμποδίζει τους δανειστές να αποσύρουν την πρότασή τους και αυτή να μην εφαρμοστεί ποτέ;
Με πιο απλά λόγια δε γνωρίζουμε τις ενέργειες που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση, δε γνωρίζουμε τα αποτελέσματα που παράγονται από το «ναι» ή το «όχι».
Στην προηγούμενη παράγραφο υπέθεσα την επικράτηση του «ναι». Ας υποθέσουμε ότι επικρατεί το «όχι». Το τοπίο θα είναι πάλι θολό καθώς το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι το «όχι» αυτό θα αποτελέσει μοχλό πίεσης σύμφωνα με το ελληνικό σκεπτικό. Η κυβέρνηση επιθυμεί προφανώς να διαπραγματευθεί με τους δανειστές για μιαν άλλη συμφωνία. Μας διαφεύγει όμως μια λεπτομέρεια: Τι θα πράξει η πλευρά των υπόλοιπων εταίρων! Χωρίς αυτό το δεδομένο η ψήφος μας δεν έχει νόημα. Άλλο πράγμα θα έχουμε ψηφίσει εάν οι εταίροι σκοπεύουν να διαπραγματευτούν και άλλο πράγμα εάν αποφασίσουν να διακόψουν κάθε επαφή με την ελληνική κυβέρνηση.
Χάριν συντομίας εγκαταλείπω εντελώς τη συζήτηση περί δημοσιονομικού χαρακτήρα του ερωτήματος ή έλλειψης χρόνου καθώς σε ένα τοπίο σχετικά φανατισμένο τα επιχειρήματα αυτά δε «φτουράν».
Το αδιέξοδο
Προσπαθώντας να τηρήσω αυστηρή ουδετερότητα ώστε να παραμείνω σε επίπεδο ανάλυσης και όχι σε άποψη, συνομιλώντας με φίλους που αποτελούν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, διατυπώνω την εξής πρόταση: Εάν φτάσουμε στις κάλπες, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η κυβέρνηση δε θα έχει να κερδίσει πολλά πράγματα. Εάν αντίθετα η κυβέρνηση επιτύχει μια ανεκτή συμφωνία, την οποία η Ευρώπη οφείλει στη χώρα μας καθώς έχει πέσει έξω σε πολλές από τις προβλέψεις της, θα έχει καταφέρει πολλά. Η θέση αυτή καταλαβαίνω ότι ξεσηκώνει οργή: Πόσα μέτρα ακόμη αντέχουμε, πόση ανεργία; Δίκαια θέση αλλά θα πρέπει να αναλογιστούμε πόσο αντέχουμε δίχως κανένα σύμμαχο και καμία γραμμή χρηματοδότησης. Αυτά τα δυο οφείλει να ζυγίσει η κυβέρνηση και να λάβει τις τελικές της αποφάσεις.
Γιατί λοιπόν να μη φτάσουμε στις κάλπες; Επειδή δεν αγαπάμε τη δημοκρατία; Όχι βέβαια. Πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερα δίχως κάλπες επειδή κανένα αποτέλεσμα δεν εξασφαλίζει σταθερότητα για την επόμενη ημέρα και θα δυσκολέψει δίχως λόγο μια κυβέρνηση που απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των πολιτών της χώρας μας. Ας το εξετάσουμε.
Έστω ότι προκρίνεται το «όχι». Κατά τη γνώμη μου αποτελεί το πιθανότερο σενάριο. Οι εταίροι δε θα έχουν κανένα λόγο να παρουσιάσουν κάτι καλύτερο στην Ελλάδα εφόσον θα έχουν ήδη υποστεί και μετρήσει τις αναταράξεις του συστήματος. Εάν διαπιστώσουν ότι μπορούν να απορροφήσουν τους κραδασμούς οποιασδήποτε αρνητικής εξέλιξης δε θα έχουν απλά καμία ανάγκη να προσφέρουν κάτι καλύτερο. Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση παραμένει στον ίδιο παρανομαστή, χωρίς όμως χρήματα. Αυτό είναι το κακό σενάριο.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό σενάριο, το «όχι» θα ενδυναμώσει τη θέση της κυβέρνησης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το εύχομαι ολόψυχα όπως και οι περισσότεροι Έλληνες. Νομίζω όμως ότι θα μείνουμε με τις ευχές καθώς η διεξαγωγή δημοψηφίσματος θα έχει διαταράξει περαιτέρω τις σχέσεις μας με τους εταίρους. Πρέπει να αναλογιστούμε ότι η στάση των εταίρων δεν άλλαξε έπειτα από το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών! Πόσες ελπίδες έχουμε να αλλάξει η στάση τους από ένα δημοψήφισμα; Εάν το «όχι» λάβει το 52% ή το 58% των ψήφων θα ερμηνευθεί διαφορετικά από τους εταίρους;
Εάν προκριθεί το «ναι» η κατάσταση δε θα είναι καλύτερη. Τα μέτρα είναι δυσβάσταχτα και το κυριότερο, δεν οδηγούν στην ανάπτυξη. Η σημερινή κυβέρνηση δε δύναται να υπηρετήσει μια τέτοια πολιτική. Δεν την πιστεύει και έχει κάθε δικαίωμα να μη την εφαρμόσει. Και εδώ μπορούμε να διακρίνουμε μόνο δυο δρόμους. Το σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης από την παρούσα Βουλή ή τη διάλυσή της και την προκήρυξη εκλογών. Και στις δυο περιπτώσεις η κυβέρνηση με τη σημερινή της μορφή θα αποτελέσει παρελθόν ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές που θα διεξαχθούν λάβει ένα τεράστιο ποσοστό.
Η απόλυτη παραδοξότητα
Κινδυνεύουμε λοιπόν να ζήσουμε το εξής: Μια κυβέρνηση δίχως πολιτικό αντίβαρο να μη μπορεί να ισορροπήσει σε κανένα σημείο. Ενώ η κυβέρνηση θα συγκεντρώνει ισχυρή στήριξη από τους πολίτες, μετά τις κάλπες θα βρίσκεται πολιτικά στριμωγμένη!
Εάν μάλιστα έπειτα από όλα αυτά γίνουν εκλογές, υπάρχει η πιθανότητα η κυβέρνηση να αυξήσει τα ποσοστά της, παρά την αποτυχημένη έκβαση του δημοψηφίσματος. Ακόμη και έτσι θα βρεθεί στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε, δίχως κάποια σημαντική πρόοδο αλλά με περισσότερη εμπειρία.
Πάλι στη μέση
Η σκέψη μου δε μπορεί να φτάσει δίχως άλλα δεδομένα πέρα από τα παραπάνω, τα οποία διατύπωσα με συντομία, με κίνδυνο να παρεξηγηθώ και από τις δυο πλευρές, τόσο από αυτή του «ναι», όσο και από αυτή του «όχι». Δεν πειράζει όμως, συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια. Τόσα χρόνια που η χώρα ήταν χωρισμένη σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς» ένιωθα ως θεατής που παρακολουθούσα ένα παιχνίδι δίχως ουσία. Αυτό θα υποστώ μια ακόμη φορά έχοντας τη συνείδησή μου πάλι ήσυχη καθώς διατηρώ μια οπτική δίχως πάθος.
Όσοι ονειρεύονται εμφύλιο δεν έχει νόημα ούτε να διαβάζουν αυτό το κείμενο, ούτε να απευθύνονται σε εμένα. Δεν έχω πολεμοφόδια να τους δώσω. Με την Ελλάδα της μαγκιάς, με αυτή την ασχήμια που αναδύεται σήμερα, ελπίζω να μη συναντηθώ ακόμη και μετά την κρίση. «Γερμανοτσολιάδες», «δωσίλογοι» από τη μια, «αναρχοφασίστες», «δραχμολάγνοι» από την άλλη. Νεοελληνική τραγωδία. Καλά κρασιά παιδιά, τέτοιοι είμαστε και χρεοκοπήσαμε, πολύ πριν από τον οικονομικό τομέα.
Ζεις σε μια μικρή πόλη, βλέπεις έξω το γνωστό σου, σε χαιρετάει εγκάρδια, όλα καλά. Επαρχιώτικη γαλήνη. Καλό παιδί σκέφτεσαι. Μετά από δυο ώρες τον διαβάζεις στο internet να βρίζει όλο τον κόσμο. Κι εσένα μαζί. Μεταμορφώνεται πίσω από το πληκτρολόγιο. Βγάζει μίσος. Όλοι είναι «ραγιάδες» και «προσκυνημένοι» εκτός από αυτόν. Αναρωτιέσαι τέτοιος φασιστάκος; Τόσο μα τόσο κάφρος γίνεται; Όποιος τολμήσει να έχει αντίθετη άποψη είναι προδότης; Και αυτός που δίχως γνώση και ανάλυση διάλεξε στρατόπεδο είναι σοφός; Κι όμως γίνεται. Είμαστε ικανοί για όλα. Επιλέγουμε όμως το χειρότερο.
Υπάρχει λύση;
Το κλειδί της χώρας ανήκει σε όλους μας. Το διαχειρίζεται η κυβέρνηση. Το ευτύχημα ή δυστύχημα βέβαια είναι ότι δεν κρατάμε μόνοι μας το κλειδί. Σε αυτό το κλειδί υπάρχουν απλωμένα άλλα δεκαοχτώ χέρια τα οποία οφείλουν να κάνουν ένα βήμα πίσω εφόσον η κυβέρνηση πραγματοποιήσει και αυτή ένα βήμα και καθίσει πάλι στο ίδιο τραπέζι με την Ευρώπη. Απαιτείται λοιπόν συν-αντίληψη. Κι ένα καλό reset. Είτε πραγματοποιηθεί είτε όχι το δημοψήφισμα, οι συζητήσεις πρέπει να γίνουν από μια βάση διαφορετική της σημερινής. Εάν η ΕΕ δεν προσφέρει μια διαφορετική βάση για να μη δείξει ότι εκβιάστηκε από το δημοψήφισμα, σηκώνει μεγάλο βάρος της ευθύνης στα μάτια του υπόλοιπου πλανήτη, ο οποίος δε φαίνεται να αποδίδει την ευθύνη της σημερινής κατάστασης αποκλειστικά στην Ελλάδα. H EE δε βρίσκεται στα καλύτερά της.
Όσο για το ΔΝΤ; Ως ευρωπαϊστής δεν πρόκειται να βάλω σκασίλα για το ΔΝΤ. Κατά την άποψή μου το ΔΝΤ δεν είχε καμία θέση στην Ευρώπη. Κανείς δεν έπρεπε να το καλέσει. Η Ευρώπη γνώριζε ότι η οικονομία μας ήταν εύθραυστη και όφειλε να δράσει νωρίτερα. Εάν η Ευρώπη θέλει να ωριμάσει και να υποστηρίξει ένα κοινό νόμισμα δίχως κοινή πολιτική οφείλει να μάθει να γεφυρώνει τις διαφορές της δίχως εξωτερικούς συνεργάτες, δίχως κηρύγματα, δίχως ηγεμονισμούς. Ειδάλλως θα φουντώσει το κύμα των ευρωσκεπτικιστών και το ευρωπαϊκό όραμα θα μετατραπεί σε εφιάλτη!
30/06/2015
επικοινωνήστε μαζί μου κάνοντας χρήσης της παρακάτω φόρμας.